- συνενθουσιώ
- -άω, Α1. συνενθουσιάζω*2. καταλαμβάνομαι από θαυμασμό για κάτι («ὁμοψύχως Μαξίμῳ τὰ περὶ θειασμὸν συνενθουσιῶν», Ευνάπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐνθουσιῶ, άλλος τ. του ἐνθουσιάζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.